Ἀριάδνην

Ἀριάδνην
Ἀριάδνη
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνανίστημι — ΜΑ 1. σηκώνω συγχρόνως («ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ ἑαυτοῡ τὴν Ἀριάδνην», Ξεν.) 2. βοηθώ στην ανέγερση («λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη», Ξεν.) αρχ. μέσ. συνανίσταμαι αναχωρώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνίστημι «εγείρω,… …   Dictionary of Greek

  • Σωτήριχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής από τη Λιβύη. Έζησε την εποχή του Διοκλητιανού, τον 3o μ.Χ. αι. για τον οποίο και έγραψε εγκώμιο. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το μυθολογικό έπος Βασσαρικά, σε τέσσερα βιβλία. Άλλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”